- εξαπτέρυγος
- -η, -ο (AM ἑξαπτέρυγος, -ον)1. αυτός που έχει έξι πτέρυγες2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εξαπτέρυγα και (ε)ξαφτέρουγα και ξεφτέριαα) απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαραβ) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι Σεραφείμ.
Dictionary of Greek. 2013.